- πληκτήρ
- και δωρ. τ. πλακτήρ, -ῆρος, ὁ, Ατο πλήκτρο τού πετεινού.[ΕΤΥΜΟΛ. < πλήσσω* + επίθημα -τήρ (πρβλ. πρακ-τήρ, φυλακ-τήρ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πληκτήρ — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλήττω — και πλήσσω ΝΜΑ καταφέρω πλήγμα, χτυπώ κάποιον με κάτι νεοελλ. 1. τραυματίζω, πληγώνω 2. καταλαμβάνομαι από ανία, αισθάνομαι πλήξη, βαριέμαι 3. στενοχωριέμαι, μελαγχολώ 4. μτφ. πληγώνω ψυχικώς («τὸν έπληξε μεγάλη συμφορά») αρχ. 1. (για τον Δία)… … Dictionary of Greek
πλακτήρ — ῆρος, ὁ, Α (δωρ. τ.) βλ. πληκτήρ … Dictionary of Greek